-
1 настойчивый
настойчивый επίμονος· \настойчивыйая просьба η επίμονη παράκληση· \настойчивый человек о επίμονος άνθρωπος* * *насто́йчивая про́сьба — η επίμονη παράκληση
насто́йчивый челове́к — ο επίμονος άνθρωπος
-
2 упорный
упор||ныйприл ἐπίμονος, ἔμμονος, πεισματώδης, πείσμων:\упорный человек ὁ ἐπίμονος ἄνθρωπος· \упорныйные просьбы οἱ ἐπίμονες παρακλήσεις· \упорныйная борьба ὁ πεισματώδης ἀγώνας. -
3 упорный
упорный 1επ.στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης.
упорный 2επ.1. επίμονος, έμμονος•упорный человек επίμονος άνθρωπος•
-ые поиски επίμονες αναζητήσεις.
|| σταθερός, ακλόνητος, άκαμπτος, ακράδαντος. || πείσμονας, ισχυρογνώμονάς.2. διαρκής, συνεχής, μόνιμος.3. πεισματώδης, πεισματικός. -ые бои πεισματώδεις μάχες. || σκληρός, γερός•упорный металл σκληρό μέταλλο.
-
4 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
5 напористый
επ., -рист, -а, -оδραστήριος• επίμονος•напористый человек δραστήριος άνθρωπος•
-ые действия δραστήριες ενέργειες.
-
6 терпеливый
επ., βρ: -лив, -а, -оυπομονητικός, καρτερικός•терпеливый человек υπομονητικός άνθρωπος•
терпеливый рыболов υπομονητικός ψαράς.
|| επίμονος•терпеливый труд επίμονη εργασία•
-ая учба επίμονη μάθηση.
См. также в других словарях:
επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
μασόνος — ο 1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος 2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»] … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
Βοδληιανή Βιβλιοθήκη — (Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του Γκλόσεστερ άφησε με δωρεά τα βιβλία του στην… … Dictionary of Greek
Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Πρεσβύτερος ή Τιμητής — (Marcus Porcius Cato, Τούσκουλο 234 – Ρώμη 149 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας. Για να διακρίνεται από τον δισέγγονό του, του δόθηκε η προσωνυμία Πρεσβύτερος. Καθώς καταγόταν από οικογένεια γεωργών, ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη γεωργία… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… … Dictionary of Greek